συμπαθάω

συμπαθάω
Ν
βλ. συμπαθώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συμπαθώ — συμπαθῶ, έω, ΝΜΑ, και συμπαθάω Ν [συμπαθής] 1. συμμερίζομαι τον πόνο και τη θλίψη τού άλλου, συμπονώ, συμπάσχω 2. εκδηλώνω ενδιαφέρον για κάτι, περιβάλλω με συμπάθεια νεοελλ. τρέφω ερωτικά αισθήματα νεοελλ. μσν. (μόνον ο τ. συμπαθάω) παρέχω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”